κοινοβιάτης

κοινοβιάτης
ο
θηλ. κοινοβιάτισσα ο μοναχός που ζει σε κοινόβιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοινοβιάτης — ο, θηλ. κοινοβιάτισσα (Μ κοινοβιάτης) [κοινόβιον] 1. μέλος κοινοβίου 2. ο μοναχός που ζει σε κοινόβιο, σε κοινοβιακή μονή …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”